- πρωτότομος
- -ον, Ααυτός που κόπηκε για πρώτη φορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -τομος (< τόμος < τέμνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτοτόμου — πρωτότομος first cut masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοτόμους — πρωτότομος first cut masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek